ημετερειος

ημετερειος
    ἡμετέρειος
    2
    Anacr. = ἡμεδαπός См. ημεδαπος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ημετερειος" в других словарях:

  • ημετέρειος — ἡμετέρειος, ον (Α) ημεδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, ταρτάρ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμετέρειος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρειον — ἡμετέρειος masc/fem acc sg ἡμετέρειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετερείων — ἡμετέρειος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»